Περγαμηνῶν

Περγαμηνῶν
Περγαμηνός
citadel
fem gen pl
Περγαμηνός
citadel
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • περγαμηνοπώλης — ο πωλητής και, γενικά, έμπορος περγαμηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περγαμηνή + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Ιεράς Μονής Παναγίας Προυσιώτισσας — Στη Μονή Προυσού, που βρίσκεται 41 χλμ. νοτιοδυτικά του Καρπενησίου, διασώθηκε και εκτίθεται στο σκευοφυλάκιό της μία πλούσια συλλογή εκκλησιαστικών κειμηλίων, μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τη μακραίωνη ιστορία της. Σύμφωνα με …   Dictionary of Greek

  • Σποντής, Τριαντάφυλλος — Λόγιος, ποιητής και πολιτικός από το Μεσολόγγι. Έζησε τις τελευταίες δεκαετίες του IH’ και τις πρώτες του 10’ αιώνα και πέθανε στην Κόρινθο το 1822. Η κόρη του Αγγελική ήταν σύζυγος του Δ. Παλαμά, θείου του ποιητή Κωστή Παλαμά. Κατά τη μαρτυρία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”